Nov 19, 2007 9:34 AM
Πρόλαβα τα ερείπια δυο νερόμυλων. Στο κάτω μέρος του Κεραμωτού το ρέμα ο μύλος του μπάρμπα Ξτόδουλου Λουλά.
-Μπάρμπα Ξτόδουλε Λουλά
-κόπανε και βλασταρά.
Του άλλου μύλου τα ερείπια είναι στις Κατακαλούς το ρέμα, εκεί πού είναι το δεύτερο υδραγωγείο. Ρόδα ξύλινη να γυρίζει με το νερό, άξονας και γρανάζι ξύλινο και γύρναγε τις πέτρες. Οι πέτρες είχαν ραβδώσεις. Τις κάνανε με ειδικό εργαλείο το μυλοκόπι. Πέτρες ηφαιστιογενείς. Από τη Μήλο οι καλές, από τη Ψαθούρα οι πιο φθηνές.
-Μπάρμπα Ξτόδουλε Λουλά
-κόπανε και βλασταρά.
Του άλλου μύλου τα ερείπια είναι στις Κατακαλούς το ρέμα, εκεί πού είναι το δεύτερο υδραγωγείο. Ρόδα ξύλινη να γυρίζει με το νερό, άξονας και γρανάζι ξύλινο και γύρναγε τις πέτρες. Οι πέτρες είχαν ραβδώσεις. Τις κάνανε με ειδικό εργαλείο το μυλοκόπι. Πέτρες ηφαιστιογενείς. Από τη Μήλο οι καλές, από τη Ψαθούρα οι πιο φθηνές.
Εσωτερικό νερόμυλου ¨"οι μύλοι είναι απο κυκλάδες, Ανδρος"
Ανεμόμυλους, θυμάμαι τα ερείπια στη θέση Μήλος στο χωριό και υπάρχει και τοπωνύμιο Μύλος μάλλον από παλιό ανεμόμυλο.
Σπέρνανε λίγα σιτάρια, περισσότερα κριθάρια για το ψωμί. Θυμάμαι ακόμα τη μοσχοβολιά του κριθαρένιου ψωμιού, όταν ξεφούρνιζαν.
Φούρνο είχαν όλα τα σπίτια μέσα στη παραστιά. Τώρα το λέμε τζάκι. Η οικονομία ήταν τέτοια που σπέρνανε για να ζήσουν. Να φάνε και όχι να πουλήσουν.
Φύτευαν φάβα «λαθούρι», φακές, κουκιά, ρεβίθια, αραποφάκη, τα στομπούσαν με τα λιοράβλια «ειδικά ξύλινα εργαλεία» στα αλώνια και πορεύονταν. Κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες, κηπευτικά το καλοκαίρι.
Κρεμούσαν στη παρανταριά τα κυδώνια, ξυνόμηλα, βάζανε σύκα ξερά στη «φτύνα»* με βάγια και ραντισμένα με θάλασσα να νοστιμίσουν, ντομάτες πελτέ ¨η λιαστές. Κουρκούτι** ξερή, κοκορέτσια*** με αμύγδαλα ¨η καρύδια, πετιμέζι που βάζανε μέσα κυμάτια κυδώνι ¨η κολοκύθι γλυκό «να γελάν το χειμώνα τα παιδιά». Άμα είχαν πολλές αχλάδες τις ξεραίνανε στον ήλιο και κάνανε τα αχλαδοκότσανα να μασουλάν το χειμώνα.
Μια , δυο γίδες, προβατίνες στο κατώγι τους δίνανε γάλα, τυρί, μυζήθρα, κρέας. Το τυρί στα δερμάτια έπαιρνε ωραίο άρωμα και γεύση λίγο καυτερή.
Τις μυζήθρες τις κρεμούσαν από τη παρανταριά σε τριγωνικά τελαράκια από καλαμάκια να στεγνώνουν. Στη γωνιά τα τσουβάλια με τα αμύγδαλα, στάρια, κριθάρια. Και ανάμεσα σε όλα αυτά , στρωματσάδα να κοιμόνται τα παιδιά.
Πίσω από το κατώγι τα πιθάρια με το λάδι, το κρασί, οι ελιές «μακαρονάτες»,
Τα ξύλα για τη παραστιά, οι κλάρες για το φούρνο όμορφα στοιβιασμένες.
Όλο το σπίτι γεμάτο μυρωδιές. Στο μπαλκόνι τα ξερά κολοκύθια, και στο αβέρτο καμιά κασέλα με τα προικιά. Τα πιο ευπαθή «σύκα, δαμάσκηνα» τα βάζανε στο αμπάρωμα «στη κάμαρη»να έχει σκοτάδι και δροσιά. Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα σε αρμαθιές στους στύλους.
*μικρό πιθάρι
**Μουσταλευριά
***Περασμένα σε κλωστή, καρυδόψιχα, αμυγδαλόψιχα και βουτηγμένα στη μουσταλευριά
Προσοχή: δεν είναι πολιτικό ανέκδοτο!!
Ανεμόμυλους, θυμάμαι τα ερείπια στη θέση Μήλος στο χωριό και υπάρχει και τοπωνύμιο Μύλος μάλλον από παλιό ανεμόμυλο.
Σπέρνανε λίγα σιτάρια, περισσότερα κριθάρια για το ψωμί. Θυμάμαι ακόμα τη μοσχοβολιά του κριθαρένιου ψωμιού, όταν ξεφούρνιζαν.
Φούρνο είχαν όλα τα σπίτια μέσα στη παραστιά. Τώρα το λέμε τζάκι. Η οικονομία ήταν τέτοια που σπέρνανε για να ζήσουν. Να φάνε και όχι να πουλήσουν.
Φύτευαν φάβα «λαθούρι», φακές, κουκιά, ρεβίθια, αραποφάκη, τα στομπούσαν με τα λιοράβλια «ειδικά ξύλινα εργαλεία» στα αλώνια και πορεύονταν. Κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες, κηπευτικά το καλοκαίρι.
Κρεμούσαν στη παρανταριά τα κυδώνια, ξυνόμηλα, βάζανε σύκα ξερά στη «φτύνα»* με βάγια και ραντισμένα με θάλασσα να νοστιμίσουν, ντομάτες πελτέ ¨η λιαστές. Κουρκούτι** ξερή, κοκορέτσια*** με αμύγδαλα ¨η καρύδια, πετιμέζι που βάζανε μέσα κυμάτια κυδώνι ¨η κολοκύθι γλυκό «να γελάν το χειμώνα τα παιδιά». Άμα είχαν πολλές αχλάδες τις ξεραίνανε στον ήλιο και κάνανε τα αχλαδοκότσανα να μασουλάν το χειμώνα.
Μια , δυο γίδες, προβατίνες στο κατώγι τους δίνανε γάλα, τυρί, μυζήθρα, κρέας. Το τυρί στα δερμάτια έπαιρνε ωραίο άρωμα και γεύση λίγο καυτερή.
Τις μυζήθρες τις κρεμούσαν από τη παρανταριά σε τριγωνικά τελαράκια από καλαμάκια να στεγνώνουν. Στη γωνιά τα τσουβάλια με τα αμύγδαλα, στάρια, κριθάρια. Και ανάμεσα σε όλα αυτά , στρωματσάδα να κοιμόνται τα παιδιά.
Πίσω από το κατώγι τα πιθάρια με το λάδι, το κρασί, οι ελιές «μακαρονάτες»,
Τα ξύλα για τη παραστιά, οι κλάρες για το φούρνο όμορφα στοιβιασμένες.
Όλο το σπίτι γεμάτο μυρωδιές. Στο μπαλκόνι τα ξερά κολοκύθια, και στο αβέρτο καμιά κασέλα με τα προικιά. Τα πιο ευπαθή «σύκα, δαμάσκηνα» τα βάζανε στο αμπάρωμα «στη κάμαρη»να έχει σκοτάδι και δροσιά. Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα σε αρμαθιές στους στύλους.
*μικρό πιθάρι
**Μουσταλευριά
***Περασμένα σε κλωστή, καρυδόψιχα, αμυγδαλόψιχα και βουτηγμένα στη μουσταλευριά
Τους μυλωνάδες, μυλωνούδες τους είχαν για άξεστους, αγράμματους
Μια μυλωνού που δεν ήξερε γραφή, για να σημαδέψει τα τσουβάλια το κάθε’ νός
Καθόταν πάνω χωρίς βρακί.
--Μωρέ μυλωνού «της είπανε»μόνο θήτες γράφεις;;;
--Μη ζητάτε ορθογραφία από της μυλωνούς….
Μια μυλωνού που δεν ήξερε γραφή, για να σημαδέψει τα τσουβάλια το κάθε’ νός
Καθόταν πάνω χωρίς βρακί.
--Μωρέ μυλωνού «της είπανε»μόνο θήτες γράφεις;;;
--Μη ζητάτε ορθογραφία από της μυλωνούς….
Προσοχή: δεν είναι πολιτικό ανέκδοτο!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου