Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Παραμύθι για την τσευδή.





ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η Τσεβδή.


Ήταν ψευδή. Τσέβδιζε.
Ποιος να τη πάρει;; Θα έμενε στο ράφι
Δεν είχε δα και καμιά προίκα της προκοπής.
Τη συμβουλεύει η μάνα της.
-- Τώρα που θα έρθει ο γαμπρός, να μη μιλήσεις και σε καταλάβει.
Αυτή το έδεσε κόμπο.
Έλεγε ο γαμπρός αυτό, το άλλο, αυτή τσιμουδιά.
Μόνο κούναγε το κεφάλι πως συμφωνεί.
--Είναι λιγόλογη, λέει η μάνα της.
Παντρεύτηκαν.
Αυτή το ίδιο βιολί. Κουβέντα δεν έβγαζε.
Ο άντρας της δεν είχε ακούσει τη μηλιά της.
Απορούσε.
-- Μουγκή παντρεύτηκα;;
Άρχισε να σκέπτεται πώς να την κάνει να μιλήσει..
Της έφερνε τα πιο στραβά ξύλα για μαγείρεμα.
Της έφερνε κρέας και το κρέμαγε ψηλά στο πάτερο, να το κατεβάσει δύσκολα.
Της έφερνε παπούτσια δυο νούμερα μικρότερα.
Αυτή όμως κουβέντα. Τα υπέμενε αγόγγυστα
Είδε και αποείδε πως δε θα κάνει τίποτα έτσι και έβαλε τα μεγάλα μέσα..
Έπεσε κάτω και έκανε τον πεθαμένο.
Όταν τον είδε ταράχτηκε.
Ξέχασε τον όρκο της και άρχισε να τον κλαίει σαν μια καθώς πρέπει χήρα.
--Αχ! Άντλα μ’, νοικοκοίλιμ’ και τι να πλωτοκλάπσω.
--Τα τσύλα τλαβά τλαβά.
--Το τσιτσί πτσηλά, πτσηλά.
--Τα παπούτσα τενά, τενά.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου