Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Νεράιδες.


Νεράϊδες.

Ξακουστές οι νεραϊδόβρυσες στο χωριό.
Τις ήξεραν όλοι.
Εξάλλου οι γιαγιές τα βράδια τα χειμωνιάτικα στα νυχτέρια, όλο για τις νεράιδες λέγανε.. Ατέλειωτες ιστορίες, για το πώς μαζεύονταν στις πηγές, στα αλώνια, στις απλωσιές, στις παραλίες και τραγουδούσαν και χόρευαν όλη νύχτα..
Και τα παιδιά μαζεμένα γύρω από τη γιαγιά , να ακούν με μάτια πελώρια και να τις φαντάζονται σαν πεντάμορφες κοπέλες να χορεύουν με τα μαλλιά ξέπλεκα και τα φορέματα τα αραχνοΰφαντα να ανεμίζουν.
Και όσοι τόλμησαν να τις δουν χάσανε τη μιλιά τους..
Μερικοί τα μυαλά τους.
Τους λέγανε νεραϊδοπαρμένους.
Γεμάτος ο τόπος τότε από νεράιδες, στοιχειά, φαντάσματα, δράκους, αράπηδες, μαγεμένες γουρούνες με δώδεκα γουρουνόπουλα, φόβος και τρόμος και για τους μικρούς που μαζευόμασταν κοντά στους μεγάλους για προστασία, αλλά και των μεγάλων, που εύπιστοι και δυσιδέμονες όπως ήταν, αφήναν την ύπαιθρο για τους κλέφτες και τους κάθε λογής παρανόμους.
Μπορούσαν χάρη στις νεράιδες να βοσκήσουν οι τσοπάνοι κάποια χωράφια που οι στριμένοι νοικοκυραίοι δεν τους αφήναν.
Κάποιοι που για να ζήσουν τις πολυπληθείς οικογένειες τους, έπρεπε να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημα τους ¨η το φτωχό τραπέζι τους με προϊόντα από κλοπή.
Κάθε λοιπόν πηγή νερού, κάθε μεγάλος βράχος, δέντρο παλιό, ρεματιά, λαγκάδι είχε το στοιχειό του.
Κάτοικο και φύλακα ενός πολύ παλιού κόσμου, που κουβαλούσε μνήμες και δυσιδεμονίες πανάρχαιες.
Ενός κόσμου που ο πολιτισμός του –νέον- έχει εξορίσει για πάντα από αυτό το τόπο.
Και πού να μαζευτούν οι νεράιδες και τα στοιχειά τα βράδια, που γεμίσαμε τα ρουμάνια με αυθαίρετα νοικιαζόμενα με πισίνα, στύλους και λάμπες ηλεκτρικού;;
Έλεγαν οι παλιοί πως:
Ένας νεαρός τσοπάνης την ώρα που βοσκούσε παράνομα τη νύχτα τα ζωντανά του, τις είδε να χορεύουν γυμνές στη μεγάλη βορεινή άμμο και ερωτεύθηκε τη πιο μικρή.
Δε μίλησε πουθενά! Τι να πει;;
Όμως κάθε μέρα έφθινε.
Κόντεψε να πεθάνει.
Ένας γέρος πονηρός, όπως είναι όλοι οι γέροι κατάλαβε πως κάποιο μυστικό έχει.
Τον έκανε να το μολογήσει.
Αφού μάταια προσπάθησε να τον αποτρέψει (τι δουλειά έχει ένας θνητός με τους αθάνατους) στο τέλος τον συμβούλεψε να τις κλέψει τα ρούχα.
--είναι η μόνη λύση.
Πράγματι ο νέος τα κατάφερε.
Την ώρα που η Νεράιδα χόρευε, τα πήρε και τα έκρυψε.
Του κάκου αυτή προσπάθησε να τον κάνει να της τα δώσει.
Πρώτα φοβέρες, μετά παρακάλια.
Αυτός ανένδοτος.
Μέχρι που δέχτηκε τους όρους του.
Να κοιμηθούν μαζί.
Και έτσι η Νεράιδα κοιμήθηκε με τον τσοπάνη.
Ο θρύλος λέει πως μπορεί και να μη της κακόπεσε.
Ήταν ωραίο παιδί.
Το χάραμα όπως είχε υποσχεθεί της έδωσε πίσω τα ρούχα της.
Αυτή χάθηκε.
Την ξανάδε μετά από εννέα μήνες την ώρα που βοσκούσε τα ζωντανά του πάλι νύχτα.
Ήρθε κοντά του με ένα σα δέμα.
Του άφησε ένα παιδί ( λένε αγόρι) και χάθηκε για πάντα.
Κάποιοι παλιοί ορκίζονταν πως είναι αλήθεια.
Εξάλλου το –νεραϊδογεννημένος- και το –νεραϊδόσογο το λέμε ακόμα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου