Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Παπαχιώτης

Ο παπαχιώτης.
«πριν το 1900»

Πέρναγε με τ'άσπρο άλογο απ'τ'ς ρούγες σαν αρχαίος θεός.
Ψηλός, όμορφος, καλοστημένος άνδρας. Και πια δε τον ορέγονταν.
Μορφωμένος, από πλούσια οικογένεια τής Χίου ήθελε τη καλύτερη,
τη καπετάνισσα. Με ανώτερες σπουδές στη Χάλκη, στη Πόλη πάενε για
δεσπότης. Τον έφαγε όμως η καμαρίλα. Οι γλύφτες, οι σπιούνοι.
Τούς τα βρόντηξε και ήρθε στο νησί. Αγόρασε ένα τσιφλίκι από
τον Πρόδρομο το μοναστήρι, έφτιαξε κι'ένα παλάτι και ζούσε μόνος του.
Με τα βιβλία, ένα τοίχο βιβλία Είχε ένα άλογο για βόλτες
Μέχρι παγώνια είχε στην αυλή. Ως και αποχωρητήριο είχε ο ξιπασμένος.
Έτσι είναι οι αριστοκράτες δε πορεύονται όπως όλος ο κόσμος.
Και μία δούλα , τη Μέλπω. Στραβομούτσουνη, κακοχυμένη, σαν κακιά
αμαρτία. Τα παιδιά τραγούδαγαν: Μέλπω, Μέλπω, Μελπομένη και στο
κόσμο παινεμένη. Και οι μεγάλοι κορόιδευαν: πώς τάχα κατουρούσε νύχτα
πίσω απ' το σχίνο καί έβρεξε τη παντόφλα της: «φωτιά να σε κάψει
καί΄σύ στραβό είσαι.», ακούστηκε να λέει.
Πέθανε πριν το 1900 ο παπάς.
Έμειναν όμως οι αναμνήσεις και το τοπωνύμιο «σ΄παπαΧιώτ'»..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου