Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Παραμύθι για το μέγα Αλέξανδρο


από γέρο πού το’χε ακούσει παιδί άπ΄ άλλο γέρο>.

-Όταν ό μέγα Αλέξανδρος έφθασε στις Ινδίες κί ‘ακόμα παραπέρα, μπήκε σ΄ένα δάσος πού ήταν απόλυτο σκοτάδι, το απόλυτο σκότος.
-Μέρες βάδιζαν. Σκοτάδι ;άσβoς! Φοβήθηκαν οι στρατιώτες. Πήγαν με τα παρακάλια στο βασιλιά.
-Να μάς γυρίσεις πίσω. Εδώ θα χαθούμε.
-Καλά, λέει ό Μεγαλέξανδρος. Θα αφήσουμε τα ‘άλογα πού θυμούνται το δρόμο να μάς πάνε σπίτια μάς. Όμως σκύψτε και ότι πιάσετε από χάμω πάρτε το για ενθύμιο.
-Όταν βγήκαν στο φως άλλος είχε πετράδι ,άλλος πέτρα, άλλος ξύλο, όλοι κάτι είχαν. Ο Αλέξανδρος είχε μία νεκροκεφαλή, ένα ‘’καραμπάτσι.’’
-Θα ‘νε σημάδι απ΄ τόν ουρανό, είπε. Όταν πήγε στο παλάτι βάλθηκε να το περιεργάζεται προβληματισμένος. Το κοίταζε άπ΄εδώ το κοίταζε άπ΄εκεί μυστήριο; Το έβαλε σε μία ζυγαριά και άρχισε παίζοντας ν ‘ρίχνει φλουριά στην άλλη μεριά να δει τι βάρος έχει.
Πράγμα περίεργο! .Όσα φλουριά κι΄άν έριχνε το κεφάλι βαρύτερο.
Έριξε όσα είχε, όλη την κασέλα, όλο το θησαυροφυλάκιο το καραμπάτ'ς πιο βαρύ.
-Φώναξε όλους τούς σοφούς τού βασιλείου ,κανένας δε εξηγούσε το θαύμα.
-Μόνο ένας γέρος σοφός πήρε ένα κομμάτι μαύρο πανί και το σκέπασε.
-Αμέσως αλάφρωσε, σηκώθηκε, και το χρυσάφι πήγε κάτω.
-Βλέπεις βασιλιά, όσο έβλεπε να ρίχνεις χρυσό δε το χόρταινε ας είναι και κρανίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου