Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Τα κρασιά στη Γλώσσα Σκοπέλου


Τα κρασιά

Ζούσε το χωριό απ' τα κρασιά. Η κύρια παραγωγή. Δούλευε τ'αμπέλια ολοχρονίς. Κατά καιρούς έρχονταν και Σκοπελίτες και Λιαδρομίτες*. Έφερναν χρήμα απ'την Αμερική, αγόραζαν κτήματα απ' τα μοναστηριακά κι'έβγαζαν αμπέλια. Ίσα με 4 εκατομμύρια οκάδες κρασί. Αφού οι πιο προοδευτικοί θέλανε να΄κανουν αγωγό Γλώσσα-Λουτράκι. Δεν πρόλαβαν. Έπιασε ο πόλεμος το 40 κ'η φιλοξέρα 42-47. Δεν έμεινε κούτσουρο στο νησί. Προσπάθησαν μετά το 50 να τα αντικαταστήσουν σε κάποιο βαθμό με Αμερικάνικα «λωτ-ρίχτερ» αλλά δεν ευδοκιμούσαν. Το Λημνιό που ήταν η κύρια ποικιλία δε πρόκοβε. Το Λημνιό 80-90 % το προτιμούσαν γιατί ήταν πολύ εργατικό «εργάτη το λέγανε» .Λίγα Καρτσιώτκα, Κουμιώτικα, Ροδίτες, Μονεβασιές, Βραδιανά, Σαββατιανά, Φιλέρια και κανένα φαγώσιμο, το υπέροχο ντόπιο Ραζακί, Αετονύχια, Τραγανό, Φωκιανό, Μοσχάτο μαύρο ή άσπρο. Ακόμα σώζεται κανένα κούτσουρο στα χτήματα και φορτώνει καρπό. Τα Τραγανά στις βραγιές, στα πλατάνια, ή στους αργιούς.
Τα τρυγούσαν Σεπτέμβρη-Οκτώβρη. Έρχονταν πολλοί αγωγιάτες από τη Σκόπελο και την Αλόννησο. Τα σταφύλια τα βάζανε σε προβιές από γίδα ή τράγο ή μικρό μοσχάρι και για να χωρέσει πολλά τα βούλαζαν με τα χέρια οι αγωγιάτες. Χαρά να βαστά κορίτσι τη προβιά εσύ να προβιάζεις, και ν'ακουμπάς κατά λάθος με τον αγκώνα το κορίτσι. Από βραδύς κόβανε το επόμενο φόρτωμα.
Νύχτα ξεκινούσαν οι αγωγιάτες. Κάθε βράδυ ο πιο νέος αγωγιάτης πήγαινε τις προβιές στη θάλασσα να τις πλύνει. Ο τρύγος βάσταγε 30-40 μέρες. Πρώτα τα πιο προσηλιακά ύστερα τα ρεβένια. Κάνανε και μίγματα. Απ'το Μήλο «χαμηλόβαθμα με τις Μουρτιές υψηλόβαθμα».
Λένε πως κάποιες χρονιές δε πουλήθηκαν τα κρασιά και τα χύσανε να βάλουν τα καινούρια. Μου δείξαν κι'ένα σπίτι φτιαγμένο από κρασί. Παλιά είχαν καρούτες «τετράγωνες μεγάλες κάδες 2-5 τόνους» ύστερα έφτιαξαν στρογγυλές έως 10-15 τόνους ή όπως λέγαν200-300 βαρελιών «μια βαρέλα 50 οκάδες κρασί» .Έμενε ο μούστος με τα στέφλα 12-15 μέρες, μέχρι να καθίσουν. Τον βούλαζαν δυο φορές τη μέρα, με τη βουλιαχτήρα. Χάθηκε κόσμος εκεί. Ζαλίζονταν από τις αναθυμιάσεις, πέφτανε μέσα και πνίγονταν .Γιαυτό μια γυναίκα έκανε αέρα με μια σκούπα. Ύστερα βάζανε τον μούστο σε βαρέλια μεγάλα 40-60 βαρελιών και τον άφηναν να ψηθεί. Τα βαρέλια είχαν πόρτα στο φούντι** να πλένονται. Άφηναν μια πιθαμή άδειο κι'όταν τελείωνε η βράση τα συμπλήρωναν με λάκερο***. Σταματούσε η βράση κατά τα Χριστούγεννα.
Ο Μακρής είχε ένα βαρέλι 500 βαρελιών με ξύλινα στεφάνια,απ'το Όρος Οι βαρελάδες δούλευαν όλο το χρόνο. Τα ξύλα απ' το Όρος. Υπήρχαν τότε δυο μεγάλοι παραγωγοί-έμποροι με δυο τρεις χιλιάδες βαρέλες ο καθένας και καμιά τριανταριά με τριακόσιες-τετρακόσιες. Οι άλλοι με πενήντα-εξήντα εκατό. Πολλά λεπτά τα βαρέλια.
Όταν έρχονταν οι έμποροι «Τσοπανούλης, Κορωναίος» άνοιγαν τριβιλιά «μικρή τρύπα με το τριβέλι» το δοκίμαζαν, κι'αν τους άρεσε το φόρτωναν στο Λουτράκι στο καΐκι. Το κουβαλούσαν με τα τουλούμια. Βάζανε κάτω απ' το πίρο του βαρελιού το καδί και βάζανε κάνουλα, συνήθως μπακιρένια. Το μετρούσαν με τις κολοκύθες «μπακιρένιο σκεύος 10 οκάδων».


Ο εργάτης μετρούσε δυνατά:

Ένα, : πρίμο και καλό κατευόδιο χωρίς κανένα μπόδιο………
Δύο: δυο και διάφορο καλό
Τρία: αγιά τριάδα βόηθα
Τέσσερα: σταυρός αληθινός
Πέντε: βαρέλα πρώτη


Τότε γινόταν μια χαρακιά στο παραστάτη**** της πόρτας. Θυμάμαι όσο τα πρόλαβα, το κρασί στο μισοσκόταδο του υπογείου να χύνεται στο καδί και να σου φαίνεται ότι βγάζει φωτιές. Και να μοσχοβολά " σαράντα γειτονιές" . Τα στέφλα αφού πέρναν το καθαροκράσι τους ρίχνανε νερό από πηγές τα σκάβανε τα πατούσαν και βγάζανε το λάκερο. Να απογεμίσουν τα βαρέλια, να πιούν οι ίδιοι και οι εργάτες. Πολύ νόστιμο, όλο το άρωμα του σταφυλιού λίγο στυφό και χαμη λούς βαθμούς. Οι Γερμανοί στη κατοχή το κρασί το λάτρεψαν. Έβγαινε ο Αλμπέρτο και φώναζε με σπαστά ελληνικά:να ρθεί ο τάδε με μία μούλα δύο γίδες να φέρει κρασί. Ύστερα τα στέφλα τα βράζανε και βγάζανε τη σούμα. Μέρες βράζανε στο Λούκι και στις άλλες πηγές. Στήνανε πρόχειρα δυο τσίνκια και μύριζε ρακί όλο το χωριό. Ύστερα το κάνανε τσίπουρο. Το πρώτο τσίπουρο απ' το καζάνι το κρατούσαν για φαρμακο. Υπήρχαν και έμποροι ντόπιοι με καΐκια που κουβαλούσαν κρασιά στο Λουδία, Άγιο Δημήτρη κι'αλλού.
Δεκαετία του 90 μου είπαν Χαλκιδικιώτες παππούδες μελισσοκόμοι μια ιστορία Κουβαλούσαν με τα μουλάρια «5-6», μελισσοκόφινα στη Σιδονία και γυρνώντας , φορτώνανε κρασί να το πάνε στα βάλτα ή στις λίμνες στα χωριά να το δώσουν. Στην Αρναία μετά από 8 ώρες δρόμο, σταματούσαν, ξεφόρτωναν τα ζα, ξεκουράζονταν, κρατούσαν κάμποσο κρασί για το σπίτι, και το πρωί πριν φέξει ξεκινούσαν πάλι. Στον Λάκο το ποτάμι της Αρναίας απογέμιζαν τα τουλούμια. Ένας που τ'άδειασε σε μια ταβέρνα, είχε μέσα ένα βάθρακα μεγάλο, κόκκινο απ’ το κρασί.
-Τι'είναι αυτό, λέει ο ταβερνιάρης.
-Κρασομάνα μη το πειράζεις.
Μερικά χρόνια με ξηρασία πιάναν15-16 βαθμούς αν δε τούς έριχνες λάκερο δε καθάριζαν. Κόκκινο ρουμπινί το Λημνιό, μαύρο πυκνό ο Καρτσιώτης, Κουμιώτης. Τις Μονεβασιές τις τρυγούσαν πρώτες τις κάνανε κουρκούτι, πετιμέζι. Στο τέλος μένανε τα αγίνωτα σταφύλια, τα λέγανε ξεκούδουνα, τα κάνανε κουρκούτι, και τη στεγνώνανε πάνω σε σπάρτα και τις τρώγανε το χειμώνα. Καμιά φορά κάνανε και σταφίδες. Κάνανε πετιμέζι να βάλουν στην αλευριά, στη μπαζίνα, στα φουσκάκια ή στις τηγανίτες. Τα στέφλα τα κάνανε κοπριά, και τα κατακάθια απ' το κρασί τα πέρναν τα βυρσοδεψία.

*Λιαδρομίτες: Αλλονησιώτες.
** Φούντι: Η ίσια πλευρά του βαρελιού.
*** Λακερος: Ελαφρύ κρασί
**** Παραστάτης: Το όρθιο στήριγμα της πόρτας.


Πολλοί έχουν ακούσει τη λέξη «καρούτα». Λίγοι ξέρουν τι σημαίνει. Ακόμα λιγότεροι έχουν δει. Ήταν τετράγωνη κάδη για κρασί, η οποία με ξύλα τραβέρσες με μόρσα και με σφήνες, δούλευε. Δηλαδή γινόταν συμπαγής και κρατούσε το κρασί. Και κάτι για τους φίλους οινοποιούς. Πολλές φορές το κρατούσαν το κρασί στη καρούτα μήνες. Πάνω από τα στέφλα ρίχνανε φύκια «κομό» ένα στρώμα ,μετά κοκκινόχωμα και το πατούσαν «το στρακώναν» να κλείσει αεροστεγώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου